-ΕΨΙΛΟΝ-

-ΕΨΙΛΟΝ-
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΕΨΙΛΟΝ-Το γράμμα Ε ως αριθμός συμβολίζεται με τον αριθμό 5. Τα 4 κοσμογονικά στοιχεία της Γής, του Αέρα, του Νερού και του Πυρ με την πεμπτουσία του Ουράνιου - Αιθέρα. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον Άνθρωπο. Ομοίως γνωρίζουμε ότι το ιερό πεντάγραμμο (πεντάλφα) συμβολίζει τον άνθρωπο και παράλληλα τα 5 στοιχεία που τον αποτελούν κατά τους Πυθαγόρειους μύστες όπου το είχαν σαν ιερό σύμβολο.Τό Ε δηλώνει, τον Ενωτικό χαρακτήρα τού Τρισυπόστατου Θείου και γι' αυτό αφιερώθηκε, μαζί με τα ''Γνώθι σ’αυτόν'' καί ''Μηδέν Άγαν'', που είναι επίσης Ενωτικά παραγγέλματα - αφού δεν νοείται Ένωσης χωρίς την βαθιά, Νοητική γνώση τού Εγώ, αλλ' ούτε και προσέγγισης της με παραθλαστικές λειτουργίες υπερβολής- στον Θεό τού Φωτός και της Αρμονίας. Αυτό το στοιχείο της Ένωσης συνηγορεί προς την ονομασία ''Γάμος'', που έδωσαν στο Ε, οι Πυθαγόρειοι.ΠΥΘΙΑ. blogspot.gr-- -
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

Ο Αντισθένης & το Φανάρι του Διογένη--TERRAPAPERS





Ο Αντισθένης & το Φανάρι του Διογένη


Ο Αντισθένης (444-370 π.κ.ε.) προερχόταν από οικογένεια δούλων και δεν αποκλείεται αυτός να ήταν ο λόγος που ίδρυσε αυτή τη σχολή για τους φτωχούς, στην οποία δεχόταν μόνο εκείνους που ασπάζονταν μια απόλυτη φτώχεια και...





Ο Αντισθένης (444-370 π.κ.ε.) προερχόταν από οικογένεια δούλων και δεν αποκλείεται αυτός να ήταν ο λόγος που ίδρυσε αυτή τη σχολή για τους φτωχούς, στην οποία δεχόταν μόνο εκείνους που ασπάζονταν μια απόλυτη φτώχεια και απεξάρτηση από κάθε είδους υλικό πλούτο, ιδιοκτησία, εγωισμό, κύρος, εξουσία, φτύνοντας στα μούτρα τους άρχοντες, τους ιερείς, τους επίπλαστους θεσμούς και την κοινωνία των μικρονόων ανθρώπων.


Ένας από τους μαθητές του Σωκράτη (που ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ήταν, κι επιπλέον αρκετοί απ’ αυτούς, φοβούμενοι μήπως θανατωθούν και οι ίδιοι, δεν παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν μαθητές του) ο Αντισθένης, ένας άνθρωπος ορκισμένος στην φτώχεια και στην αποστροφή προς τον υλικό πλούτο, που περηφανευόταν πολύ για την ταπεινοφροσύνη του, στον οποίο ο Σωκράτης είχε πει κάποτε «Αντισθένη, μέσα από τις τρύπες του ρούχου σου βλέπω την κενοδοξία σου» ίδρυσε τη σχολή των Κυνικών φιλοσόφων, που πήραν την ονομασία τους από το μέρος όπου βρισκόταν το «γυμνάσιο» τους, στο Κυνοσάργες.


Η σχολή των Κυνικών δεν κάηκε από την πρώτη στιγμή μαζί με τους ρακένδυτους θιασώτες της, μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι πολίτες τους έβλεπαν σαν καημένους κακομοίρηδες ή γραφικούς ακίνδυνους τύπους και ζητιάνους. Το μόνο που εξυμνούσαν ήταν η αδιαπραγμάτευτη αρετή και η ηθική σοφία, και κατά τα άλλα δεν έλεγαν ανοιχτά τη γνώμη τους για τίποτε, διότι το έβρισκαν αλαζονικό. Έκαναν μόνο σύντομα κυνικά σχόλια, αφού ήταν αυτοί που επινόησαν τον γνωστό σε όλους μας «κυνισμό», δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί είχαν επινοήσει το καυστικό χιούμορ κι ευτυχώς γι’ αυτούς, το υψηλό χιούμορ δεν το κατανοούσαν πολλοί άνθρωποι τότε, όπως και τώρα.


Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή άλλως πως αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία).


Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). δεν είναι ορθό, π.χ. να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό.


Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα σπάσθηκαν οι Κυνικοί κι από αυτά η τάση των Κυνικών να κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά.


Ο Αντισθένης είχε βρίσει επανειλημμένα τον Αλκιβιάδη, όπως και τον Γοργία και τον Ισοκράτη πριν απ’ αυτόν, ερχόταν σε ρήξη με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, χλεύαζε ακόμη και τον συμμαθητή του τον Πλάτωνα (τον αποκαλούσε Σάθωνα), αλλά πάνω απ’ όλα χλεύαζε και αποστρεφόταν τις γενικεύσεις και οτιδήποτε δεν ήταν χειροπιαστό ως επιχείρημα. «Ότι δίδουν οι αισθήσεις είναι αληθές, συνεπώς αληθές είναι μόνο το επί μέρους». Γενικές ιδέες, ως οντότητες, δεν υπάρχουν. «Ίππον μου ορώ», έλεγε χαρακτηριστικά, «ιππότητα δε ούχ ορώ» Σημασία απέδιδε μόνο στις πράξεις και όχι στα λόγια, ειρωνευόταν έντονα όλες τις θεωρίες και τις συζητήσεις και τις διαφωνίες κι έλεγε ότι όλες προέρχονται από ασυνεννοησία, διακηρύσσοντας ότι κάθε έννοια δηλώνει μόνο ένα πράγμα κι όταν οι άνθρωποι διαφωνούν αυτό σημαίνει ότι δεν μιλούν για το ίδιο πράγμα, έτσι δεν συνεννοούνται καν, επειδή είναι ανόητοι. Ομολογώ ότι αυτό ήταν μια πολύ σοφή διαπίστωση, απόλυτα ορθή και σημαντική.


Μια αρχαία παράδοση λέει, πως ο Αντισθένης κάλεσε τον Πλάτωνα να του διαβάσει κάποιο έργο του, ο Πλάτων όμως, όταν ζήτησε να μάθει κι εκείνος το περιεχόμενο μιας μελέτης που έγραψε ο Αντισθένης, πήρε την απάντηση, πως «δεν πρέπει να αντιλέγει». Δηλαδή, δεν αναγνώριζε στον Πλάτωνα το δικαίωμα της κριτικής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο. Από τότε τσακώθηκαν και όχι μόνο έκοψαν τις σχέσεις, μα ο ένας κατηγορούσε τον άλλον.


Η αρετή κατά τον Αντισθένη είναι μια φυσική ιδιότητα και όχι μια εξωκοινωνική ή μεταφυσική δύναμη όπως πίστευε ο Σωκράτης. Ο ρόλος λοιπόν της αρετής είναι να βάζει χαλινάρι στα πάθη και τις ορμές. Όσο για την ηθική, στο σημείο αυτό διαφωνούσε ριζικά με τον Σωκράτη, γιατί παραδέχονταν, πως πρέπει να βασίζεται στα έργα κι όχι στις θεωρίες και στα λόγια. (Διογ. Λαέρτ. VI, 11).


Ως μόνο προορισμό της φιλοσοφίας θεωρούσε την κατανόηση των εννοιών και την ηθική, και η διδασκαλία του ήταν απλή και θετική, κηρύττοντας ότι η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο προς εξασφάλιση της ευδαιμονίας, την οποία για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει πρώτα να κατέχει την αρετή, η οποία είναι διδακτή.


Στους Κυνικούς ο Αντισθένης δίδασκε, επίσης, ότι «ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τους νόμους, αρκεί να αφήσει την φύσιν αυτού να εκδηλωθεί ελευθέρως και χωρίς επιρροή από εξωτερική βία ή πλάνη και χωρίς εσωτερικό πάθος» Έλεγε πως το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ανεξαρτησίας και έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο.


Πώς μπορούσε κανείς να το πετύχει αυτό; Περιορίζοντας τις απαιτήσεις του από τη ζωή και από τους άλλους, ώστε να μην έχει ανάγκη από τίποτε και από κανέναν.


«Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ούτε νόμον ανάγκη έχει ο σοφός κατά κρίσιν εαυτού δρων και φερόμενος».Έλεγε ότι οι νόμοι είναι για τους πολλούς, τους ανόητους και τους μέτριους, όχι για τους εκλεκτούς. Επίσης, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες θεωρούσε απομάκρυνση από το φυσικό την αιώνια διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα.


Επίσης, είχε ελεύθερες αντιλήψεις για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια. Ουσιαστικά, ο Αντισθένης ήταν ο πρώτος γνωστός αναρχικός στην Ιστορία και οι Κυνικοί του ήταν αυτό ακριβώς, μία σχολή αναρχίας. Ήταν καταπληκτικός ρήτορας και λογοτέχνης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, και οι καυστικές απαντήσεις του ήταν παροιμιώδες. Να ένα παράδειγμα: κάποτε κάποιος τον ρώτησε τι γυναίκα να παντρευτεί, ωραία ή άσχημη; Ο Αντισθένης του απάντησε ότι αν παντρευόταν ωραία γυναίκα θα την είχε «κοινή», αν παντρευόταν άσχημη θα ήταν «ποινή».


Oι αθηναίοι που ανήκαν στη θέση του Αντισθένη ήταν πολλοί που δυσφορούσαν κι αγανακτούσαν γιατί η Πολιτεία, ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τους αναγνώρισε ισότιμους πολίτες με τους άλλους Αθηναίους. Άρα, ο Αντισθένης, εκφράζοντας έμμεσα κοσμοπολίτικες και αντιπατριωτικές ιδέες, ερμήνευε κι εκπροσωπούσε την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αθηναίων, που, με το να μην εξισωθούν με τους άλλους Αθηναίους, όπως το έλπιζαν και το περίμεναν, αδιαφορούσαν πια για την Αθηναϊκή Πολιτεία, την έβλεπαν σαν εχθρό τους και μισούσαν τους πολίτες Αθηναίους.


Οταν πάλι υποστήριζε, πως οι νόμοι που ψηφίζονται στις λαοσυνάξεις αποβλέπουν στο να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μέτριων πολιτών, με όσα έλεγε και δίδασκε διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές διακρίσεις και κυρίως εξεγείρονταν η συνείδησή του, γιατί ενώ είχαν πολιτικά δικαιώματα οι πρώτοι τυχόντες, που από σύμπτωση γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους, αυτός, ένας πνευματικός άνθρωπος, δεν είχε, ούτε το δικαίωμα να διδάξει στις επίσημες Σχολές της Πολιτείας, ούτε και να πάρει μέρος στη διοίκηση των κοινών.


Η τέτοια του μειονεκτική θέση μέσα στην Αθηναϊκή Πολιτεία του κόστιζε πολύ, γι’ αυτό και δεν ήταν ενθουσιασμένος με τους λαοκρατικούς θεσμούς. Μια που η δημοκρατία δεν τον αναγνώριζε για γνήσιο πολίτη της, δεν είχε κανένα λόγο να υπερασπίζεται το αθηναϊκό πολίτευμα. Και σ’ αυτό όλο το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Δεν ήταν βέβαια, αντιδραστικός και φανατικός ολιγαρχικός, όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και άλλοι, δεν μπορούσε όμως και να χωνέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί, ενώ οι από πατέρα και μάνα αθηναίοι είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξισώνονταν πλούσιοι και φτωχοί και μπορούσε ν’ ανέβει ο καθένας στα ανώτατα αξιώματα, ένας μη γνήσιος αθηναίος, αν είχε γνώσεις, ικανότητες και τιμιότητα και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πόλεμο, δεν μπορούσε να είναι ισότιμος με τον πιο παρακατιανό πολίτη.


Έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε νόμοι, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε έθνη, ούτε γάμοι. Περιπλανιόταν πάμφτωχος, ξυπόλητος, ντυμένος με κουρέλια, με ένα μικρό σακί στον ώμο και μία ράβδο στο χέρι, πάνω στην οποία έκανε ένα σκάλισμα κάθε φορά που κάποιος τον κατηγορούσε για κάτι που δεν είχε πει ή κάνει: η ράβδος του ήταν γεμάτη σκαλίσματα Έγραψε πολλά ρητορικά και φιλοσοφικά έργα κι έχουμε την πληροφορία ότι γέμιζαν δέκα ολόκληρους μεγάλους τόμους, αλλά, φυσικά, κανένα δεν διασώθηκε και κανένα δεν διαβάσαμε, ούτε εμείς ούτε οι περισσότεροι προγονοί μας.


La rencontre de Diogène et d’Alexandre. Bas-relief de Puget, v. 1689, Musée du Louvre.



Διογένης ο Κυνικός & το Φανάρι Του


Κάποτε εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη ένας τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο τραπεζίτης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνον, όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με άλλους ζητιάνους. Τον πλησίασε, εκείνος ζητιάνεψε λίγη αρετή, κι ο Αντισθένης τον δέχθηκε. Ο ζητιάνος είχε το όνομα Διογένης.


Ο Διογένης, πριν κάνει τον Κυνικό φιλόσοφο, ήταν τοκογλύφος κι έκανε τον παραχαράκτη. Από αυτό το κατάντημά και τον ξεπεσμό, ένοιωθε μίσος στους γύρω του και περιφρονούσε την κοινωνία και τους θεσμούς της. Ήταν με δυο λέξεις αρνητής και σαρκαστής των πάντων. Έλεγε, πως δεν ήθελε να είναι γιατρός της άρρωστης κοινωνίας, παρά ένας δαγκωνιάρης σκύλος. Ακόμα και το κύριo σύγγραμμά του το τιτλοφόρησε «Πάνθηρ».


Έμεινε γνωστός ως Διογένης ο Κυνικός. Ο Διογένης (412-323 π.κ.ε.) ο Σινωπεύς, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι κι έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός κι αν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».


Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του, κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι γιατί ήταν χονδροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι», έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Ήταν ο πρώτος που, μιλώντας για τον εαυτό του, χρησιμοποίησε τον όρο «Κοσμοπολίτης».


Ο Διογένης πήγε στο Κυνόσαργες και άκουσε τη διδασκαλία του Αντισθένη, δεν ακολούθησε όμως το δάσκαλό του. Έχουμε μάλιστα μια μαρτυρία, που μας λέει, πως ο Διογένης έλεγε για τον Αντισθένη, πως είναι «μια τρομπέτα, που δεν άκουε τον εαυτό της» (Δίων Χρυσ., V, ΙΙΙ, 2) εννοώντας, πως ο δάσκαλός του άλλα δίδασκε και άλλα έκανε. Σαν ξεπεσμένος τοκογλύφος που ήταν, που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι, δεν μπορούσε να μένει ευχαριστημένος με τα Αντισθενικά διδάγματα.


Ο Διογένης δεν είχε σπίτι, αρνιόταν οποιαδήποτε υποταγή στους νόμους και δεν αναγνώριζε καμία πατρίδα. Κάποιος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε «Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης του είπε «Ο ουν κύριος της οικίας που εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;). Δεν άφηνε κανέναν ανόητο χωρίς να τον πειράξει. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη, αφού η φύση τη δημιουργεί.


Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως κατά προτίμηση στην αγορά. Ο Διογένης Λαέρτιος μας διηγείται ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάποτε αυνανιζόταν στην αγορά κι όταν οι άλλοι τον κατέκριναν εκείνος είπε: «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να τρίβαμε έτσι και την κοιλιά μας και να μην πεινούσαμε ποτέ). Μερικές φορές οι Αθηναίοι καλούσαν στα συμπόσια τον Διογένη για να γελάσουν, τον έβαζαν να κάθεται απόμερα σε μια γωνιά και του πετούσαν αποφάγια και κόκαλα σαν να ήταν σκύλος, και γι’ αυτό εκείνος έπειτα πήγαινε και τους κατουρούσε σαν σκύλος, ώσπου τελικά σταμάτησαν να τον καλούν.


Έλεγε ότι μπορούσε να κυβερνήσει εύκολα όχι μόνο οποιονδήποτε άνθρωπο αλλά και ένα έθνος ολόκληρο, αλλά δεν το έκανε γιατί δεν ήθελε σκοτούρες ή γιατί προτιμούσε να τεμπελιάζει.


Σε ένα από τα πολλά ταξίδια του τον έπιασαν οι πειρατές και τον πούλησαν για σκλάβο σε έναν πλούσιο Κορίνθιο, ο οποίος τον ρώτησε τι ήξερε να κάνει καλύτερα. Κι ο Διογένης αποκρίθηκε: «Να κυβερνώ τους ανθρώπους». Ο Κορίνθιος του εμπιστεύτηκε τα παιδιά του και έπειτα τον οίκο του και όλες του τις υποθέσεις. Τον αποκαλούσε «η μεγαλοφυία του σπιτιού μου».


Όταν ο Διογένης του είπε ότι ήταν εγωιστικό και ανήθικο να κρατά μια τόσο υπέρμετρη μεγαλοφυΐα μόνο για τον εαυτό του ενώ μπορούσε όλος ο κόσμος να ωφεληθεί από αυτήν, εκείνος του χάρισε την ελευθερία του. Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν τίμιο άνθρωπο», θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα κι ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινά τίμιος άνθρωπος.


Έκανε συχνά τέτοια πράγματα, θα‘λεγε κανείς ότι ήταν κάτι σαν διδακτικό σώου, ίσως για να μεταδώσει κάτι με νόημα. Πολλές φορές όταν ο κόσμος έφευγε από ένα θέαμα που είχε τελειώσει, τότε πήγαινε αυτός να μπει στον χώρο του θεάματος, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «επειδή δεν υπάρχει τίποτε να δω, αλλά εγώ, σε αντίθεση με εσάς, το γνωρίζω».


Μερικές φορές καθόταν και ζητιάνευε από τα αγάλματα των θεών, με μεγάλη επιμονή. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έκανε αυτό το τρελό πράγμα, έλεγε ότι «εκπαιδευόταν στην αποτυχία».


Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί) «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» Καθόταν και διάβαζε όλες εκείνες τις αναθηματικές επιγραφές που απόθεταν οι πιστοί στους ναούς γιατί είχαν σωθεί χάρη σε κάποιον θεό, και έλεγε κουνώντας το κεφάλι: «Κι όμως, θα ήταν πολύ περισσότερες αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις». Κάποτε, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, συναντώντας μια γυναίκα που προσκυνούσε καταγής με ευλάβεια μια ιερή εικόνα, ο Διογένης της είπε: «Πρόσεξε, γιατί με τόσους θεούς που κυκλοφορούν, μπορεί να υπάρχει και κάποιος από πίσω σου και να του δείχνεις τα πισινά σου»


Ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είχε για δάσκαλο του και τον Διογένη, παρότρυνε τον μαθητή του Αλέξανδρο τον Μακεδόνα να επισκεφτεί τον Κυνικό σοφό. Έτσι, κάποτε ο βασιλιάς Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μπροστά στον Διογένη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και λιαζόταν ευχαριστημένος. Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι θα ήθελε να του δώσει. Ο Διογένης του έδωσε τη θρυλική απάντηση: «Κάνε πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο. Μη μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις.» Ο Αλέξανδρος είπε πως, αν δεν ήταν ο Αλέξανδρος, θα ήθελε να είναι ο Διογένης. Λέγεται ότι πέθαναν την ίδια μέρα, ο ένας βασιλιάς και φτωχός, ο άλλος ζητιάνος και πλούσιος.


Επίσης δεν αναγνώριζε τους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και το θεσμό του γάμου. Τους αρχηγούς του δήμου τους αποκαλούσε «όχλου διακόνους». Η πολιτεία δε χρειάζεται, ούτε και η οικογένεια. Οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θα παντρεύονται, χωρίς να εξαναγκάζονται να ζουν κάτω από ορισμένες βιοτικές συνθήκες. Τα παιδιά που θα γεννιούνται από τους τέτοιους ελεύθερους γάμους, θα ανατρέφονται από το κοινό και δε θα ξέρουν ποιοι είναι οι γονιοί τους. Έτσι θα πραγματοποιηθεί η αδελφοσύνη και η ισότητα (Διογ. Λαέρτ., VI, 80).


Ακόμα, δεν έδινε καμιά σημασία στην αντίθεση του δουλικού και ελεύθερου βίου. Μια που γι’ αυτόν η πολιτειακή οργάνωση ήταν ένας αντιφυσικός θεσμός, τη δουλεία δεν την αναγνώριζε σα νόμιμη κατάσταση, αφού μάλιστα αρνείτο και το θεσμό της ιδιοκτησίας. Φυσικά, έχοντας τέτοιες αντιλήψεις, ούτε για τη δουλειά ενδιαφέρονταν, ούτε δίδασκε το μόχθο, όπως ο Αντισθένης.


Σε κάποιον που τον κατηγορούσε ότι πήγαινε και χωνόταν σε μέρη ακάθαρτα, ο Διογένης απάντησε: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια αλλά δεν λερώνεται».


Ο Κύων «δαγκάνει» στολισμένο νέο: Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει που πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις «χείρων», δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα «χείρων». Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες «Ευρυτίων». (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).


Antisthène, fondateur de l’école cynique. Copie romaine d’un original hellénistique.


Ο Κύων «δαγκάνει» τον Αλέξανδρο: Ο Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε Κύων το δώρο μου;” κι ο Διογένης του απάντησε: «Ήταν άξιο για κύωνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα».


Ο Κύων «δαγκωνει» τον Διδύμωνα: Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην».


Ο Κύων «δαγκάνει» έναν οικοδεσπότη: Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;»


Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;»


Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή«Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».


Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο)


Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας,«Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».


Ο Κύων «δαγκάνει» έναν μοχθηρό πολίτη: Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι” αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;»


Τοιχογραφία με τον Κράτη και την Ιππαρχία στη Βίλλα Φαρνεζίνα στη Ρώμη. Ο Κράτης φαίνεται να κρατάει ένα ραβδί και ένα σάκο, ενώ η Ιππαρχία φαίνεται να τον πλησιάζει με τα υπάρχοντά της, κατά τον τρόπο πιθανούς νύφης. Wall painting showing the Cynic philosophers Crates and Hipparchia. From the garden of the Villa Farnesina, Museo delle Terme, Rome, c. 1st century.




Κράτης ο Θηβαίος


Άλλος ακουστός στην αρχαιότητα Κυνικός ήταν ο Κράτης ο Θηβαίος, ο μαθητής του Διογένη, που αρχίζει τη δράση του μέσα στα χρόνια 328-324 ή πιο σωστά ύστερα από την καταστροφή των Θηβών από τον Αλέξανδρο (335). Η αρχαία παράδοση τον περιγράφει κακοφτιαγμένο, άσχημο και καμπούρη. Είχε όμως, άλλα χαρίσματα. Ήταν έξυπνος, ετοιμόλογος και σαρκαστής.


Αν και ήταν από τους πλουσιότερους θηβαίους, ωστόσο παράτησε βιός και καλοπέραση, μοίρασε τα υπάρχοντά του και ακολούθησε τον Διογένη. Άλλη πάλι παράδοση, λέει πως κατάθεσε τα χρήματά του σε μια τράπεζα, με τη ρητή εντολή να τα πάρουν τα παιδιά του αν γίνουν φιλόσοφοι, αλλιώτικα να μοιραστούν στο λαό και μια τρίτη παράδοση ιστορεί πως, για να ξεφορτωθεί τον κινητό του πλούτο, έριξε τα τάλαντά του στη θάλασσα.


Όπως βλέπουμε, υπήρχαν πολλές γύρω στο ζήτημα της περιουσίας του πλούσιου Κράτη παραδόσεις και φυσικά όλες αυτές δεν έχουν ιστορική βάση. Οι παραδόσεις αυτές είναι κατασκευάσματα της μεταγενέστερης εποχής. Πιο πιθανό είναι, πως ο Κράτης τα έχασε όλα ύστερα από την καταστροφή της πατρίδας του από τον Αλέξανδρο και τότε αναγκάστηκε απ’ τα πράγματα να γίνει μαθητής και οπαδός του Διογένη.


Όπως κι αν είναι, ο Κράτης πήρε μια σακούλα κι ένα ραβδί και άρχισε να διδάσκει την «κυνική φιλοσοφία». Τον ακολούθησε μάλιστα και η γυναίκα του Ιππαρχία, που ήταν αδελφή του μαθητή του Μητροκλή. Φαίνεται, πως ήταν πολύ διαβασμένος και είχε και ποιητικό ταλέντο, γιατί έγραφε ποιήματα. Ένα απ’ αυτά, στο οποίο εκθείαζε τη φτώχεια και τα ιδανικά του κυνισμού, είχε τον τίτλο «Πήρα» (Σακούλα), που ήταν σα να πούμε ένα από τα «εμβλήματα» των Κυνικών.


Ο Διογένης Λαέρτιος μάλιστα, μας πληροφορεί (VI, 98), πως ο θηβαίος Κυνικός σύνθεσε τραγωδίες και σε μιαν απ’ αυτές, που είχε «υψηλότατον φιλοσοφίας χαρακτήρα», μαζί με άλλα, τόνιζε: «Ουχ εις πάτρας μοι πύργος, ου μία στέγη, πάσης δε χέρσου και πόλισμα και δόμος έτοιμος ημίν ενδιαιτάσθαι πάτρα». (Δεν έχω για πατρίδα μου μία και μόνη πόλη, ένα μόνο σπίτι. Όλη η γη και κάθε πόλη και σπίτι είναι για μένα και πατρίδα).


Ήρθε και στην Αθήνα, όπου άκουσε τη διδασκαλία του Διογένη κι επειδή άνοιγε τις πόρτες και έμπαινε σ’ όποιο σπίτι έβρισκε μπροστά του για να διδάξει, τον έλεγαν οι αθηναίοι «θυρεπανοίκτην». Δεν ξέρουμε ποια ήταν η γενικότερη δράση και επιρροή του, φαίνεται όμως, πως η διδασκαλία του τραβούσε κόσμο. Ο Ζήνων ο Κιτιεύς μάλιστα, που αργότερα έγινε ο ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας, χρημάτισε μαθητής του. Άλλοι μαθητές του Διογένη ήταν ο Μόνιμος από τη Συρακούσα και ο Ονησίκριτος από την Αίγινα. Μα οι οπαδοί και διδάσκαλοι αυτοί της κυνικής «φιλοσοφίας», δεν πρόσθεσαν τίποτα το νέο σε όσα δίδαξαν ο Διογένης και ο Κράτης.


@Παντελής Γιαννουλάκης /από το βιβλίο του «Η αλήθεια για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους»


@Γ. Κορδάτου: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας», έκδ. «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972.


@Φωτογραφίες: GYPAS



Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Τα Αδών(ε)ια ή Αδώνια μυστήρια ήταν ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνη σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας. --Βικιπαίδεια--

Τα Αδών(ε)ια ή Αδώνια μυστήρια ήταν ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Άδωνη σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας. Ο θάνατος και η ανάσταση του Άδωνη είχε σχέση με τον ετήσιο κύκλο της βλάστησης και της καρποφορίας. Η διάρκειά τους ποίκιλλε: αλλού κρατούσαν δυο, τρεις ή και εφτά ημέρες, ενώ δεν εορτάζονταν παντού την ίδια εποχή του έτους.
Στα αθηναϊκά Αδώνια, οι γυναίκες θρηνούσαν μπροστά σε δύο νεκροκρέβατα που ήταν τοποθετημένα στις εισόδους των σπιτιών. Πάνω στα νεκροκρέβατα έβαζαν ξύλινα ομοιώματα του Άδωνη και της Αφροδίτης. Γύρω από τα ειδώλια τοποθετούσαν τους "κήπους του Άδωνη" (δώνιδος κποι), δηλαδή γλάστρες με φυτά που αναπτύσσονταν γρήγορα, τα οποία αργότερα τοποθετούσαν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να μεγαλώσουν γρήγορα με τη βοήθεια του ήλιου[3]. Η ανάπτυξη των φυτών αποτελούσε σημάδι της ανάστασης του θεού.
Κοντά στον επιτάφιο (νεκροκρέβατο) τοποθετούσαν κούκλες που παρίσταναν έρωτες και πουλιά και δίπλα στο ομοίωμα του Άδωνη άφηναν πλακούντες και γλυκίσματα. Η γιορτή τέλειωνε με θυσίες αγριόχοιρων.


Άδωνις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άδωνις
Adonis Mazarin Louvre MR239.jpg
ΣύντροφοςΑφροδίτη και Περσεφόνη
ΤέκναΓόλγος
ΓονείςΚινύρας και Μύρρα
ΑδέλφιαΜύρρα
Commons page Πολυμέσα

Η Αφροδίτη και ο Άδωνις. Αττική ερυθρόμορφη λήκυθος σε σχήμα αρυβάλλου από τον καλλιτέχνη Αίσονα, περ. 410 π.Χ., Μουσείο του Λούβρου.

Ο θάνατος του Άδωνη (Μουσεία Βατικανού).
Ο Άδωνις μυθολογείται ότι ήταν ένας ωραίος νέος, αγαπημένος της Αφροδίτης. Η Αφροδίτη, «τιμωρώντας» τη Σμύρνα ή Mύρρα (μετέπειτα μητέρα του Αδώνιδος), την έκανε να νιώσει μεγάλο έρωτα για τον Kινύρα, τον οποίο και παραπλάνησε, προκειμένου να ικανοποιήσει τον έρωτά της. Καρπός αυτής της ενώσεως υπήρξε ο Άδωνις, ο οποίος ήταν πολύ όμορφος από τη νηπιακή του ακόμα ηλικία. Η θεά τον έκρυψε μέσα σε μία λάρνακα (κιβώτιο), που την έδωσε στην Περσεφόνη προς φύλαξη. Σε άλλη εκδοχή του μύθου μητέρα του ήταν η Μεθάρμη και αδέλφια του ο Οξύπορος, η Ορσεδίκη, η Λαογόρη και η Βραισία[1].
Ωστόσο, άλλη εκδοχή του μύθου, μας λέει ότι ο Kινύρας ήταν πατέρας της Σμύρνας. Όταν ανακάλυψε ότι παραπλανήθηκε και έσμιξε με την κόρη του, γεμάτος οργή και αποτροπιασμό την κυνήγησε για να τη σκοτώσει. Η Σμύρνα κατάφερε να ξεφύγει και έτρεξε προς τα βουνά. Εκείνος την πρόλαβε, σήκωσε το σπαθί του και ήταν έτοιμος να της πάρει το κεφάλι, αλλά η Αφροδίτη, παρεμβαίνοντας, πρόλαβε και μεταμόρφωσε τη Σμύρνα στο ομώνυμο φυτό. Καθώς το σπαθί συνέχισε την πορεία του και έκοψε την ήδη μεταμορφωθείσα σε φυτό Σμύρνα, ξεπετάχτηκε από τον κορμό της ο Άδωνις. Τον πήρε τότε η θεά και τον παρέδωσε στην Περσεφόνη μέσα σε μία λάρνακα, όπως προαναφέρθηκε. Όταν η Περσεφόνη άνοιξε το κιβώτιο και αντίκρισε την ομορφιά του μωρού, αποφάσισε μυστικά να μην επιστρέψει ξανά τον Άδωνη. Έτσι, όταν εκείνος μεγάλωσε, αρνήθηκε να τον παραδώσει στην Αφροδίτη. Η τελευταία κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, όπου έμενε η Περσεφόνη μαζί με τον Άδη, για να λυτρώσει τον αγαπημένο της από την κυριαρχία του θανάτου.

Η θεϊκή «διαμάχη» που προέκυψε μεταξύ της θεάς του Έρωτα και της θεάς του Θανάτου, ρυθμίστηκε από τον Δία ως εξής: Ο Άδωνις να μένει το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο με την Περσεφόνη, το άλλο τρίτο του χρόνου να μένει στον Επάνω Κόσμο με την Αφροδίτη, και το εναπομείναν τρίτο, όπου διάλεγε εκείνος. Η Αφροδίτη χρησιμοποιώντας τη μαγική της ζώνη στην οποία δεν μπορούσε κανείς να αντισταθεί, κατάφερε να της αφιερώσει την επιλογή του.
Έτσι, ο Άδωνις περνούσε τα δύο τρίτα του χρόνου με την Αφροδίτη και το ένα τρίτο με την Περσεφόνη. Τελικά, μετά από χρόνια, ο ωραίος νέος σκοτώθηκε στη διάρκεια ενός κυνηγιού από έναν κάπρο. Η Αφροδίτη θρήνησε πικρά τον αγαπημένο της. Από το αίμα του Αδώνιδος πρόβαλαν για πρώτη φορά από το χώμα τα κόκκινα ρόδα - τριαντάφυλλα, ενώ από τα δάκρυα της θεάς φύτρωσαν οι ανεμώνες. Η Αφροδίτη παρακάλεσε την Περσεφόνη να αφήνει τον Άδωνη να ανεβαίνει στη γη. Η Περσεφόνη δέχθηκε, και ο Άδωνις ανεβαίνει στη γη και μένει έξι μήνες με την Αφροδίτη, ενώ τους υπόλοιπους έξι μήνες μένει με την Περσεφόνη.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Η καταγωγή της Πελασγικής Ελληνικής Φυλής, κατά τον Αριστοτέλη--Γράφει ο Αρχαιογνώμων--Η ΛΙΣΤΑ ΜΟΥ


Η καταγωγή της Πελασγικής Ελληνικής Φυλής, κατά τον Αριστοτέλη

Γράφει ο Αρχαιογνώμων

«Δεν προήρχοντο από το σπέρμα, αλλά αντιθέτως το σπέρμα προήλθε από αυτούς» .
(Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά, 7,30)

«Είναι φυτά τ’ ουρανού οι Έλληνες, και όχι της γης, γιατί στον ουρανό Βρίσκονται οι ρίζες τους. Τους ανέθρεψε η Αθηνά«.
(Πλάτωνας Τίμαιος 23 d – e).




Για την δημιουργία και τη λειτουργία του κόσμου, ο Αριστοτέλης θεμελιώνει την δική του επιστημονική άποψη και υποστηρίζει το αιώνιον «γίγνεσθαι».

Δεν έχουμε το δικαίωμα να σκεφτόμαστε την ύλη χωρίς μορφή, ούτε τη μορφή χωρίς ύλη. Η σχέση ύλης – μορφής είναι άμεση. Η ύλη είναι τόσο αγέννητη όσο και η μορφή. Και τα δύο είναι αιώνια.

Ότι γεννιέται ήδη υπάρχει μέσα στο «γίγνεσθαι» και αποτελεί την λειτουργία από μία ύλη και μία μορφή να προκύπτει μία νέα ύλη και μία νέα μορφή. Το «γίγνεσθαι» δηλαδή η συμπαντική μηχανή, είναι η μετάβαση από μία δυνατότητα σε μία πραγματικότητα, μέσω της κίνησης.Όμως όλα αυτά είναι αιώνια.

Η «κινητική αρχή» δεν άρχισε ποτέ, είναι νόμος που υπάρχει από πάντα και έχει σαν ουσία της την καθαρή ενέργεια. Αυτή η «αρχή» είναι εντελώς άϋλη, απόλυτα καθαρή, ολοτελής και πλήρης στον έλεγχο της λειτουργίας του παντός. Αυτή είναι το απόλυτο Πνεύμα που ορίζει την ιδιότητα του Θεού.

Όμως, τι είναι αυτή η αιώνια ενέργεια της «κινητικής αρχής»; Είναι η καθαρή νόησις του εαυτού της. Ο Συμπαντικός «Νους» καταλαβαίνει τον εαυτό του, όταν η Θεότητα «στοχάζεται τον εαυτό της». Είναι «Νόησις Νοήσεως».

Ο Θεός μόνον, το θείον μπορεί να σκέφτεται, μόνον δηλαδή τον Εαυτό του. Ο κόσμος μόνον από το θείον προέρχεται και στο θείον ανήκει. Η ζωή κάθε μορφής ύλης είναι ενέργεια του πνεύματος και ο άνθρωπος είναι το μοναδικό έμψυχο ζώον της φύσεως που μετέχει, στο πνεύμα της δημιουργίας, είναι δηλαδή «μέτοχος Θεού».

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Πιο διαφωτιστικό για την εξωγήινη προέλευση του Έλληνα, αναφέρεται στην ουσία Ιχώρ. Για την ουσία Ιχώρ ( ή Ιγώρ), έχουμε αρκετές αναφορές από τους Έλληνες σοφούς- επιστήμονες, όπως τον Όμηρο και τον Πλάτωνα. Είναι η ουσία που κυκλοφορούσε στο αίμα των Ελλήνων Θεών και τους ξεχώριζε από τους κοινούς θνητούς ώστε να γράψει ο Όμηρος:

«ρέε δ’άμβροτον αίμα θεοίο, ιχώρ, οις περ τε ρέει μαχάρεσση θεοίσιν«
(Ιλιάς Ε 340 και Οδύσσεια 405).

Κατά τον Πλάτωνα: «Ο ιχώρ, το υγρόν, ο ορός του αίματος είναι απαλός, της μαύρης και οξείας χολής είναι δριμύς, όταν αναμειγνύεται ένεκα θερμότητος με αλμυρά συστατικά, τότε το ονομάζουμε οξύ φλέγμα»! (Πλάτων :Τίμαος,39,3)

Η άποψη πως το Ελληνικό γένος προέρχεται από άλλον πλανήτη δεν είναι καινούρια, αλλά έχει τις ρίζες της στους ένδοξους προγόνους μας, όπου κατά πολλούς ερευνητές είχαν αρκετά πιο προηγμένη τεχνολογία από αυτήν που κάποιοι θέλουν να πιστεύουμε.

Αναφορές για το γένος των Ελλήνων γίνονται από τον Αριστοτέλη, Πλάτων, Όμηρο αλλά και πολλούς ακόμη μέσα από τα κωδικοποιημένα για πολλούς κείμενά τους. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως με τον όρο Έλληνα δεν εννοούμε τον άνθρωπο όπου είναι γεννημένος στην Ελλάδα, καθώς ο Έλληνας είναι είδος.

Από την απώτερη αρχαιότητα, ο άνθρωπος κοίταζε τον ουράνιο θόλο και προσπαθούσε να μετρήσει τα αστέρια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των αστεριών είναι μεγάλος, αλλά όχι άπειρος, κι ένας παρατηρητής με οξύ μάτι μπορεί να μετρήσει το πολύ 25.000 άστρα, όταν οι ατμοσφαιρικές συνθήκες είναι καλές.

Η απεραντοσύνη όμως του ουρανού, ακόμη και κάτω από το φως της σύγχρονης γνώσης, είναι δεδομένη και πάντα προκαλούσε κι εξακολουθεί να προκαλεί δέος στον άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, η γνώση των άστρων και των αστερισμών και η επίκληση τους με συγκεκριμένα ονόματα, δημιουργεί στον άνθρωπο ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης.

Πολλά από τα ονόματα των αστεριών που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα είναι ελληνικά. Και οι Έλληνες ήταν ίσως οι πρώτοι που έδωσαν ονόματα σε συστάδες αστεριών και δημιούργησαν καταλόγους αστέρων. Για αυτόν το λόγο μπορούμε να δηλώσουμε με βεβαιότητα πως η ιστορία της αστρονομίας άρχισε στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι κατά τη μυθολογία, ο Έλληνας θεός Ερμής ήταν ο πρώτος που παρατήρησε την τάξη στα πράγματα του ουρανού και υπολόγισε τη διάταξη των άστρων και τα διαστήματα των εποχών. Η πρώτη σαφής αναφορά για την έστω και στοιχειώδη γνώση των ονομάτων κάποιων άστρων και αστερισμών, προέρχεται από τον Όμηρο και συγκεκριμένα από τα επικά έργα του Ιλιάδα και Οδύσσεια, που γράφτηκαν τον 8ο π.Χ. αιώνα.

Στην Ιλιάδα, περιγράφοντας την ασπίδα του Αχιλλέα, ο Όμηρος κατονομάζει τις Πλειάδες, τις Υάδες, τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη Άρκτο. Επίσης, παρομοιάζει την απαστράπτουσα περικεφαλαία και την ασπίδα του Διομήδη με το «φθινοπωρινό αστέρα», δηλαδή το Σείριο. Ο Σείριος, ως «κύων του Ωρίωνος» λόγω της θέσης του κοντά στον αστερισμό αυτό, χρησιμοποιείται και σε παρομοιώσεις που αφορούν τον Αχιλλέα και τον Έκτορα.

Στην Οδύσσεια, υπάρχουν αναφορές σε όλους τους παραπάνω αστέρες και αστερισμούς, π.χ. τον Βοώτη. Επίσης, σε αυτό το έπος συναντάμε και μια σαφέστατη αναφορά στις τροπές του Ήλιου «τροπαί η ελιοιο».

Από τις αναφορές λοιπόν του Ομήρου μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήδη τον 8ο π.Χ. αιώνα, κάποιοι αστερισμοί, αλλά και κάποια ουράνια φαινόμενα ήταν γνωστά στους Έλληνες. Διάφοροι αστέρες είχαν κατονομαστεί και μάλιστα θεώρούνταν τόσο οικείοι, ώστε να χρησιμοποιηθούν σε παρομοιώσεις που αφορούσαν θεούς και ανθρώπους.

Ίσως οι πλανήτες να μην είχαν ακόμη διαφοροποιηθεί, μια και δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο, ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχουν και ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ικανές να μας πείσουν όιι η συσχέτιση της κατάστασης του ουρανού και το πέρασμα του χρόνου στη γη ήταν ευρέως γνωστά, βάσει παρατηρήσεων.

Την ίδια εποχή με τον Όμηρο ή λίγο αργότερα, ο Ησίοδος, στο βιβλίο του «Έργα και Ημέραι», αναφέρει πολλούς επίσης αστερισμούς, που ο γεωργός πρέπει να συμβουλευτεί για τις καθημερινές ασχολίες του. Για παράδειγμα, συνιστά να αρχίζει ο θερισμός όταν ανατέλλουν οι Πλειάδες και η σπορά όταν πλησιάζουν σιη δύση τούς.

Ο Ησίοδος κάνει αναφορά σε όλους τους αστέρες και αστερισμούς που είχε κατονομάσει και ο Όμηρος, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Σείριο και στον Αρκτούρο. Στο «Έργα και Ημέραι», υπάρχουν επίσης τρεις αναφορές στα ηλιοστάσια. Μια φήμη μάλιστα λέει, ότι ο Ησίοδος έγραψε κι ένα έργο αποκλειστικά για τους αστερισμούς, που όμως χάθηκε όπως και πολλά άλλα από τα έργα του.

Ο Σείριος

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι Σείριος είναι το αστέρι που αναφέρεται σε όλες τις θρησκείες του κόσμου με τα ονόματα Σείριος, Σούρια, Σουρ, Σήειρ, Οσιρις κ.α. Από το Περού και το Μεξικό μέχρι την Αυστραλία και Ιαπωνία και από την Ισλανδία μέχρι την Ν. Αφρική, μια παράδοση ζει χιλιάδες χρόνια, παρά τις προσπάθειες εξαλείψεως της, για να θυμίζει στον άνθρωπο την σχέση του με το μακρινό αστέρι και πως οι θεοί – βασιλιάδες εποικιστές, έφεραν το σπέρμα της ζωής στον απόμακρο τούτο πλανήτη του γαλαξία μας.

θα γίνει προσπάθεια συσχετισμού της ζωής της γης με το μυστηριώδες αστέρι, όσο πιο πειστικά, με βάση τα στοιχεία από τις παραδόσεις των λαών της γης. Αυτοί οι λαοί παρά την τεράστια απόσταση του άστρου από την γη, ήτοι κατά τους αστρονόμους 8,8 έτη φωτός ή 83.255.040.000.000 χιλιόμετρα, γνωρίζουν παραδόξως πάρα πολλά γι’ αυτό το άστρο, που αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας των αρχαίων λαών.

Αφετηρία εκκινήσεως, των θεών που εποίκησαν την γη υπήρξε ο Σείριος χωρίς να αποκλείουμε και την συμμετοχή πιο μακρινών άστρων. Αφετηρία των θεών Θεωρείται ο Σείριος και όχι κάποιο άλλο άστρο.

Αυτό δικαιολογείται αφού σε παγκόσμια κλίμακα ο Σείριος αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας, λατρεία που χρονολογείται ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στην γη.

Παρά την τεράστια για τα ανθρώπινα δεδομένα απόσταση, ο Σείριος είναι ένα πολύ κοντινό άστρο για τα συμπαντικά δεδομένα και τους θεούς. Παρακάτω αναφέρονται τα ουράνια σώματα που αποτελούν το αστρικό σύστημα του Σείριου και πληροφορίες που τα αφορούν, σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα.

Σείριος Α΄

Είναι ένα άστρο τεραστίων διαστάσεων, ήλιος- γίγαντας σε σχέση με τον ήλιο του ηλιακού μας συστήματος.Είναι ένα πολύ λαμπερό αστέρι. Έχει ακτίνα 1,5 φορά μεγαλύτερη από τον ήλιο, η μάζα του είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη από την μάζα ίου ήλιου και 35,5 φορές φωτεινότερος από αυτόν. Έχει θερμοκρασία επιφανείας 11.200C τόση όση είναι σε χιλιόμετρα η απόσταση μεταξύ Πυραμίδων Χέοπος και Γιουκατάν Μεξικού, αλλά τόση είναι σε μέτρα ανά δευτερόλεπτο και η ταχύτητα διαφυγής των σωμάτων από την έλξη της γης.

Σείριος Β’

Είναι βαρύ αστέρι, άσπρος νάνος, έχει χρώμα άσπρο και είναι αόρατος με γυμνό οφθαλμό. Ανακαλύφθηκε ΜΟΛΙΣ το 1862 με ισχυρό τηλεσκόπιο και τονίζω το έτος γιατί θα χρειαστεί πιο κάτω. Επί 50 χρόνια καλύπτεται από τον Σείριο «Α» και η ορατή περίοδος του είναι άλλα πενήντα (50) χρόνια. Είναι 65.000 φορές πυκνότερος από τον δικό μας ήλιο και έχει το 95% της μάζας αυτού ενώ είναι 10.000 φορές πιο σκοτεινός από τον Σείριο «Α»

Σείριος Γ’



«Το άγνωστο άστρο». Ο αστρονόμος Φόξ ισχυρίζεται ότι είδε τον Σείριο Γ΄ το 1920. Είναι τέσσερις φορές ελαφρύτερος από τον Σείριο Α΄ και κινείται όπως ο Σείριος Β΄. Έχει έναν δορυφόρο «Ε» που είναι ο πλανήτης του συστήματος που κατοικείται και από αυτόν ξεκίνησε ο εποικισμός της γης.

Ο πλανήτης αυτός επηρεάζεται καθ’ ολοκληρία από τον Συνοδό. Τα πενήντα χρόνια της περιόδου του Συνοδού είναι διάχυτα στην Ελληνική παράδοση.

H ύπαρξη του Σείριου ήταν γνωστή σε αρχαίους πολιτισμούς, ΠΡΙΝ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, όπως μαρτυρούν αρχαία κείμενα και αρχαίες παραστάσεις. Το «περίεργο» της όλης υπόθεσης, έγκειται στο οτι ο Σείριος Β΄ και ο Σείριος Γ΄ δεν φαίνονται με «γυμνό μάτι», γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη φακού, τηλεσκοπίου ή κάποιου άλλου τεχνολογικού επιτεύγματος, για να διαπιστωθεί η ύπαρξή τους, ή κάποια επαφή των αρχαίων προγόνων μας με εξωγήϊνους και, γιατί όχι(;), την πιθανή καταγωγή τους από αυτούς…

Το Ελληνικό γράμμα «E» υπήρχε στην μετόπη του ιερού του Απόλλωνα, θεού φωτός, στους Δελφούς και συνέδεε την θεϊκή επιλογή του χώρου με την φυλή που τον λάτρευε, την θεϊκή φυλή των Ελλήνων οι ρίζες της οποίας υπάρχουν στον ουρανό στο άστρο E του Σείριου.

Αν πάρουμε την τροχιά του αστερισμού Σείριου Β΄ και την συνδέσουμε με τις τρεις οριακές θέσεις του με τον Σείριο Α΄, το γίγαντα άστρο του συστήματος, τότε έχουμε την εικόνα του Ελληνικού γράμματος «Ε».

Οι τρεις θέσεις που επιλέχτηκαν είναι οριακές θέσεις, ανατολή – δύση – ζενίθ του Σείριου Β΄, επειδή αποτελούν καθοριστικά σημεία της ορατής τροχιάς του γύρω από τον Α’ που διαρκεί 50 χρόνια.

Ο τελευταίος θεϊκός εποικισμός της γης έγινε από τον Δία το 25.000 πΧ και είχε αφετηρία το άστρο E του Σείριου που οι Ντόκον ονομάζουν «Αστρο της Δημιουργίας», (τυχαίο; αδύνατον).

Εάν δεν τους είχε δοθεί, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στις χίλιες να το γνώριζαν. Η αστρική αποστολή του Δία και η αστροπολιτεία του, έπρεπε να δείχνουν το άστρο εκκίνησης τους και έπρεπε να είναι η κυρίαρχη εικόνα για λόγους ασφαλείας και αναγνώρισης.

Στην ενότητα μας "Αρχαίοι Έλληνες " μπορείτε να διαβάζετε και να μάθετε για τους λαμπρούς προγόνους μας!!!

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο ως όχημα της Θρησκευτικής Εσωτερικής Παράδοσης -- Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία

Το Αρχαίο Ελληνικό Μυστηριακό Θέατρο ως όχημα της Θρησκευτικής Εσωτερικής Παράδοσης



"Όπως το έδαφος, όσο και αν είναι γόνιμο, αδυνατεί να παράγει κάτι δίχως καλλιέργεια, έτσι και ο νους του ανθρώπου, δίχως την εκπαίδευση αδυνατεί να δώσει τους αναμενόμενους καρπούς".
Πλούταρχος


Ο συμβατικός χώρος που αποκαλείται αρχαίο ελληνικό θέατρο και η ορχήστρα του, δεν είναι τόπος προσποίησης μιας πραγματικότητας, μιας παραποιημένης αντιγραφής ζωής, αλλά ο τόπος όπου η ίδια η ζωή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ενσαρκώνει την «εσωτερική» αλήθεια της, θεατρική αδεία, πέρα από περιορισμούς χώρου και χρόνου. Το θέατρο μπορεί να είναι δημιουργία ανθρώπινη που πραγματεύεται πρόσωπα και τη συμβατική τους δράση στο χωρογίγνεσθαι, όμως το πνεύμα του είναι απόλυτα μεταφυσικό γιατί ξεφεύγει από τα ανθρώπινα στενά μέτρα, θεάται τους ανώτερους κόσμους και επιστρέφει πίσω στη ζωή για να δώσει με εμπιστευτικό τρόπο, τις ιδέες του Δικαίου, του Ωραίου και του Αληθινού. Αυτή είναι η φύση του θεάτρου, εκείνου που αποκαλούμε μυστηριακό, του θεάτρου εκείνου που αναδύεται από τα μυστήρια που ετελούντο στην ιερή πόλη της Ελευσίνας.

Ακολουθώντας τη φυσική διάρθρωση του Σύμπαντος, που είναι ταυτόχρονα ένα και τριπλό, το αρχαίο δράμα χωρίστηκε σε τραγωδία, σατυρικό δράμα και κωμωδία. 

Στη τραγωδία, οι Θεοί και η μοίρα κατευθύνουν τους ανθρώπους και με τη σειρά τους πάλι αυτοί, καθυποτάσσονται στη Δίκη, κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους. Η ανεξέλεγκτη χρήση της ελευθερίας και η άλογη δράση οδηγούν στην αμαρτία της υπερβολής, στην ύβρη. Μόλις συμβεί η ύβρις, ακολουθεί η Νέμεσις. Έτσι, από τη πλοκή –που εμπλέκει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και τους γύρω τους, ακόμα και ολόκληρη την πόλη- οδηγούμαστε στην κορύφωση, στην οριακή δηλαδή εκείνη κατάσταση όπου τα τραγικά γεγονότα έρχονται μοιραία, όμως μετά επέρχεται η λύση, η κάθαρση, η τελική λύτρωση.

Κατά τον Αριστοτέλη το τραγικό αποδίδεται σ’ αυτό το στοιχείο, που μέσα από το φόβο και το έλεος, εξαγνίζει τις ψυχές των παθόντων. Ο τραγικός φόβος, δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ότι αυτό συνεπάγεται. 

Η κωμωδία απ’ την άλλη, ως αντίθετος πόλος της τραγικής κατάστασης, παρουσιάζει την εξωτερική όψη της ζωής, η οποία βρίσκεται πέρα απ’ τα βάσανα που προκαλεί η ενασχόληση με την αυτογνωσία και την πνευματική άσκηση. Οι ήρωές της, ζουν στη φύση, ζυμώνονται με το χώμα της γης κι αυτή τους ανταμείβει με λογής λογής καλούδια, όπως σκόρδα,  ψωμί, κρασί και λάδι. Έτσι, ευγνώμονες γεμάτοι ευτυχία γλεντούν, μεθούν και χορεύουν ενώ οι Θεοί πάντα παρόντες, παρακολουθούν με συγκατάβαση και ανάλαφρη διάθεση. 

Το μυστηριακό θέατρο μέσα απ’ τις μορφές του, προβάλλει την θέα όχι μόνο του χονδροειδούς φυσικού κόσμου αλλά και των πιο λεπτοφυών και ως εκ τούτου, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά, η τραγωδία έχει σκοπό να παρασύρει τον θεατή μέσα στη δράση, ενσωματώνοντας τον στο έργο, σα να είναι ένας ακόμα ηθοποιός ή τουλάχιστον κάποιος που συμμετέχει ενεργά, παρακινούμενος απ’ τα ίδια τα γεγονότα. Το ιδανικό αυτού του είδους θεάτρου είναι να βγει ο θεατής διαφορετικός απ’ ότι μπήκε. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για «αλχημικό» θέατρο, αφού κατ’ ουσίαν αυτό που επιχειρείται είναι μια  μετάλλαξη, μετουσίωση των θεατών. 

Η τραγωδία που το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις τράγος και ωδή, το άσμα του τράγου, δηλαδή του Πανός, πηγάζει με άμεσο τρόπο από αφηγήσεις που σχετίζονται με τον Διόνυσο-Βάκχο. Το τραγικό έργο λοιπόν είναι βαθύτατα θρησκευτικό. Άλλωστε η τραγωδία δεν εμφανίζεται ξαφνικά αλλά ως εξέλιξη τελετουργικών δρώμενων, που ήδη υπήρχαν από παλιά, ίσως και προ τεσσάρων χιλιετών, σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. 

Έτσι λοιπόν, τόσο η τραγωδία όσο και η κωμωδία και το σατυρικό δράμα είχαν ως κοινό σκοπό, την «μάθηση μεθ’ ηδονής» και προσδοκούσαν να επιφέρουν την «κάθαρσιν» - λύτρωση, με διαφορετικά όμως μέσα. Η κωμωδία προκαλούσε την κάθαρση με τον γέλωτα ενώ η  τραγωδία «δι’ λέου και φόβου», ενός φόβου που δεν είναι το αίσθημα που νιώθουμε μπροστά στη παρουσία ενός συνήθους κινδύνου αλλά η υποψία πως τα ανθρώπινα πάθη ενδέχεται να διαταράξουν την κοσμική τάξη και να διασαλέψουν την Αρμονία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


Το αρχαίο λοιπόν θέατρο, με προεξάρχουσα την αρχαία ελληνική τραγωδία, αγγίζει τον πυρήνα της ύπαρξης μας και έχει όχι μόνο φόρμα τελετουργική,  ύφος και δομή μυστηριακή αλλά τόσο αφετηρία όσο και σκοπό μυστηριακό και εσωτερικό. Όλες οι τραγωδίες έχουν ένα κοινό πυρήνα.  Στο επίπεδο του μύθου, οι ήρωες της τραγωδίας είναι συνήθως απόγονοι ατόμων που έχουν πέσει σε εκούσια μοιραία λάθη, πρόσωπα που φέρουν ένα «κρίμα» από το παρελθόν. Ωστόσο, η  τραγικότητά τους δεν έγκειται στο «μίασμα» που φέρουν· η παλαιά ύβρις «τίκτει νεάζουσαν ύβριν» όπως λέει ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα», κι έτσι, ο ήρωας ξεφεύγει από το μέτρο, φτάνει στην Ύβρι -την αμαρτία της υπερβολής- και τότε νομοτελειακά επέρχεται η  Νέμεσις (η Δίκη), κάτω απ’ το νόμο της οποίας κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, σύμφωνα με τους αναπόφευκτους συμπαντικούς νόμους.

Το τρίπτυχο υπέρβαση Μέτρου-Ύβρις-Νέμεσις, όπου η ύβρις αντιστοιχεί στην κορύφωση της τραγωδίας και η Νέμεσις στην καθαρτήρια λύση της, διατρέχει σχεδόν κάθε τραγωδία. 

Πίσω από όλους μαζί τους τραγικούς ήρωες βρίσκεται ένα πρόσωπο: ο αρχετυπικός Άνθρωπος. Καθώς μεταβαίνουμε από το επίπεδο του Μύθου στο επίπεδο του Αρχετύπου, εισερχόμαστε βαθύτερα στην ουσία της τραγωδίας. Στο επίπεδο αυτό, η τραγικότητα συνίσταται στην σύνθλιψη του ανθρώπινου, όταν ο Άνθρωπος συγκρούεται με δυνάμεις μέσα ή έξω απ’ αυτόν, που τον υπερβαίνουν.

Από την τραγική αυτή σύγκρουση όμως, ο Άνθρωπος μπορεί να βγει ηθικά δικαιωμένος (όπως παραδείγματος χάριν η Αντιγόνη). Σε αυτήν την περίπτωση, η υπέρβαση του μέτρου δεν νοείται ως έγκλημα που επισύρει τιμωρία αλλά ως θετική υπέρβαση του ανθρώπινου και μετουσίωσή του σε κάτι άλλο, ανώτερο φυσικά. ελικά, ο τραγικός ήρως είναι η ίδια η Ψυχή και οι περιπλοκές της στον κόσμο της Ύλης.

Η τραγικότητά της, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, έγκειται στην σύγκρουση των ορμέμφυτων, ενστίκτων και κατώτερων παθών με την ανώτερη συνείδηση. Ιδέ ο άνθρωπος, ιδέ η τραγωδία: η ανθρώπινη ψυχή καλυμμένη κάτω από πέπλα αγνοίας και ο άνθρωπος βουτηγμένος στην υλική περιπλοκή. Για να μπορέσει να υπερβεί και να απελευθερωθεί από τα δεσμά της υλικής ενέργειας, πρέπει  να γνωρίσει Εαυτόν ή το θείο που κατοικεί και μέσα του.

Ένα θέατρο προσανατολισμένο σ’ αυτές τις ιδέες, νομίζω μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά. Η μεταφυσική και οι υψηλές εσωτερικές παραδόσεις με όχημα την θεατρική πράξη, όπως αυτή εκφράστηκε από τους προγόνους μας, διαρρηγνύει την καθημερινότητα, γίνεται ένα είδος εισόδου στην Ροή του Χρόνου, απ’ όπου ο άνθρωπος περνά για να κατακτήσει τις υψηλές κορυφές, εκεί που κατοικούν οι Θεοί και οι Ιδέες.
Σύνθεση από  esotheatro.gr/
  

 Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος - Μυσταγωγία- Μυθαγωγία
 

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα - ΠΛΑΤΩΝ 132. – Συμπόσιον 202d8-204b7- (μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)--

Ο Διάλογος Της Διοτίμας Και Του Σωκράτη Για Τον Έρωτα


Για να καθορίσει ποια είναι τα γνωρίσματά του Έρωτα, ο Σωκράτης στο "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, κατέφυγε σε μια συνομιλία του με μια γυναίκα από τη Μαντίνεια, τη Διοτίμα.


Η Διοτίμα ήταν γνώστρια της "πυθαγόρειας αριθμοσοφίας", κατά τον Ξενοφώντα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων («ουκ άπειρος δυσσυνέτων διαγραμμάτων έστι»). Αλλά και ο Πρόκλος θεωρεί τη Διοτίμα «Πυθαγορική».



Η Διοτίμα ήταν η ιέρεια εκείνη που έκανε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του 429 π.Χ. Το όνομα Διοτίμα είναι επίσης δηλωτικό δράσεων για την ισότητα ανδρών και γυναικών, γι' αυτό και  η Διοτίμα είναι η μόνη γυναίκα που συμμετέχει στο ανδροκρατούμενο Συμπόσιο...

Αυτή υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ένας δαίμονας, που, ως γιος του Πόρου και της Πενίας, είναι γεμάτος αντιφάσεις, στοχεύει, ωστόσο, στην παντοτινή κατοχή του αγαθού, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία.

Μας λέγει λοιπόν ο Σωκράτης:

Κάποτε η Διοτίμα, μου απηύθυνε το ερώτημα:

Διοτίμα: «Ποία φαντάζεσαι, Σωκράτη, ειν' η αιτία του έρωτος τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρόν ερεθισμόν, εις τον οποίον υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβη η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πώς αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτον μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δια την ανατροφήν του γεννηθέντος; Πώς είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπισιν τούτων, και πόλεμον να διεξάγουν, και τ' ασθενέστερα ακόμη προς τα δυνατότερα, και εις τον θάνατον να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να τα τινάξουν από την πείναν αυτά δια να εξασφαλίσουν εις εκείνα την τροφήν, και το κάθε τι να πράξουν; Καλά» είπεν «οι άνθρωποι· θα ημπορούσε να υποθέση κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμόν. Αλλά τα ζώα; Ποίος είναι ο λόγος της τοιαύτης ερωτικής των συγκινήσεως; Ημπορείς να μου εξήγησης;»

Σωκράτης: "Δεν γνωρίζω Διοτίμα" της είπα.

Διοτίμα: "Έχεις λοιπόν την ιδέαν, πως θα γίνης ποτέ έμπειρος εις τα ζητήματα του έρωτος εφ' όσον δεν εννοείς αυτά;»

Σωκράτης: «Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή εκατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλίαν. Λέγε μου λοιπόν και τούτου του φαινομένου την εξήγησιν και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα».



Διοτίμα: «Λοιπόν» είπε «εφ' όσον η πεποίθησίς σου είναι ότι αντικείμενον φυσικόν του έρωτος ειν' εκείνο, το όποιον πολλάκις από κοινού διεπιστώσαμεν δεν πρέπει να εκπλήττεσαι. Διότι και εις την περίπτωσιν αυτήν, όπως και εκεί, δια τον ίδιον λόγον επιδιώκει η φύσις η θνητή, καθ' όσον είναι δυνατόν, να ειν' αιωνία και αθάνατος. Δυνατόν δε της είναι κατά τούτον μόνον τον τρόπον, δια της αναπαραγωγής, με το ν' αφήνη πάντοτε εις του παλαιού την θέσιν ένα νέον παρόμοιον.
Άλλωστε και εις ό,τι ονομάζομεν ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως εκάστου εμψύχου όντος ― π.χ. ένας άνθρωπος από της παιδικής του ηλικίας μέχρις ότου γίνη γέρων, θεωρείται πως είναι ο ίδιος· ουχ ήττον αυτός, μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά εις τον οργανισμόν του, εν τούτοις λέγομεν πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά, εις τας τρίχας, την σάρκα, τα οστά, το αίμα εις ολόκληρον γενικώς το σώμα. Και όχι μόνον εις το σώμα· αλλά και εις την ψυχήν, οι τρόποι, τα ήθη, αι αντιλήψεις, αι επιθυμίαι, αι ηδοναί, αι λύπαι, οι φόβοι, τίποτε απ' αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτον εις κάθε άτομον, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται».
Και συνεχίζει: «Πολύ δε περισσότερον παράδοξον είναι ακόμη, ότι και αι γνώσεις, όχι μόνον άλλαι μας έρχονται και άλλαι μας αφήνουν, και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ούτε ως προς τας γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώσις έχει την ιδίαν τύχην. Διότι αυτό που ονομάζομεν μελέτην, γίνεται με την προϋπόθεσιν ότι η γνώσις εξαφανίζεται· άλλωστε η λησμοσύνη ειν' εξαφανισμός γνώσεως, ενώ αφ' ετέρου η μελέτη, εισάγουσα νέαν παράστασιν αντί της αποχωρούσης, διατηρεί την γνώσιν, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ιδία. Πράγματι μ' αυτό μόνον το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξις, όχι με το να παραμένη αιωνίως αναλλοίωτος καθ' όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν' αφήνη κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέον εις την θέσιν του, όμοιον όπως αυτό. Μ' αυτό το τέχνασμα» είπε «Σωκράτη, έχει μέρος εις την αθανασίαν η θνητή ύπαρξις, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ' άλλα· η αθάνατος πάλιν με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενον, ότι κάθε ύπαρξις εμφύτως αποδίδει σημασίαν εις το αποβλάστημά της· χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρως».







Η ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΔΙΟΤΙΜΑ. Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ




 Η Διοτίμα έζησε στο β' μισό του -5ου αι. και συγκαταλέγεται μαζί με τους Πυθαγόρα, Σωκράτη, Ιπποκράτη και Πλάτωνα, στους μεγάλους κλασσικούς δασκάλους του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου.

  

Ήταν ιέρεια στην Αρχαία Μαντινεία, φιλόσοφος, Πυθαγόρεια και μάλιστα γνώστρια της Πυθαγόρειας Αριθμοσοφίας.

  

Η κύρια αναφορά και η φιλοσοφική φυσιογνωμία της Διοτίμας βρίσκεται στο λόγο του Σωκράτη στο "Συμπόσιο" (ή "περί Έρωτος") του Πλάτωνα, όπου εμφανίζεται σαν πολύ σημαντικό πρόσωπο.  



Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ' αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι τελούσε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά το λοιμό του -429.  



Ο Σωκράτης δηλώνει ότι οφείλει σ' αυτήν ακριβώς τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. 



Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν.  Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας.  



Τον διάλογο αυτόν ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ότι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία "σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή". 

Το κλειδί της Σωκρατικής σκέψης βρίσκεται μέσα στη διδασκαλία της Διοτίμας, όπως αυτή παρατίθεται από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο. 



Είναι το μόνο σημείο όπου, τόσο ο Πλάτωνας, όσο και μέσω αυτού ο Σωκράτης, προσδιορίζουν τη Διοτίμα ως τη «δασκάλα του Σωκράτη» και δείχνεται έτσι η κατεύθυνση απ' την οποία έχει προέλθει η διδασκαλία που ευαγγελίζονται:  η αληθινή σημασία αυτών που θα πράξει ο άνθρωπος δεν έχει σχέση με τη δράση του, τις επιπτώσεις της οποίας ούτως ή άλλως δεν μπορεί να καταλάβει αφού δεν γνωρίζει τίποτα.  



Σκοπός της ζωής του είναι να πραγματωθεί μέσα του μια συγκλονιστική υπαρξιακή αλλαγή, να φθάσει μέχρι τη θέαση του απολύτου κάλλους που «δεν υπόκειται ούτε εις γέννηση ούτε εις αφανισμό».  



Με σύγχρονους όρους, η φιλοσοφία αυτή είναι «εσωτερική».

Δηλαδή στοχεύει, όχι στην εξωτερική αλλαγή, αλλά στην ανάπτυξη της ίδιας της ύπαρξης, της συνείδησης, του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις ίδιες του τις αισθήσεις τον εαυτό του και τον κόσμο.  



Η διδασκαλία της Διοτίμας δίνεται στο Συμπόσιο με τη διεξοδική περιγραφή των φάσεων από τις οποίες περνά αυτή η εσωτερική πορεία, η ενασχόληση με τη φιλοσοφία, που κινητήρια δύναμή της είναι ο «διαρκώς φιλοσοφών Έρως».  





ΠΛΑΤΩΝ

132. – Συμπόσιον 202d8-204b7




Ο έρως δαίμων μέγας

Το συμπόσιον αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ξεχωριστό είδος ανδρικής ψυχαγωγίας με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά: μετά το δεῖπνον οι άνδρες στεφανωμένοι έπιναν μαζί (ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες), απάγγελναν ποιήματα, συζητούσαν και έπαιζαν παιχνίδια, ενώ στην αρχή και στο τέλος του συμποσίου έκαναν σπονδές και έψελναν ύμνους προς τιμήν των θεών. Το σκηνικό ενός τέτοιου συμποσίου χρησιμοποίησε ο Πλάτων για το δικό του ομώνυμο έργο (περ. 384 π.Χ.). Οργανωτής υπήρξε ο τραγικός ποιητής Αγάθων και αφορμή η νίκη του στα Λήναια του 416 π.Χ.. Θέμα της συζήτησης στο πλαίσιο του συμποσίου, την οποία αναδιηγείται στην αρχή του διαλόγου ο Απολλόδωρος όπως του την είχε αφηγηθεί κάποιος Αριστόδημος που ήταν παρών, είναι ο έρωτας. Οι συνδαιτυμόνες αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν -ο καθένας κατά τη δική του αντίληψη και με τον δικό τον τρόπο- το θέμα. Μετά τους λόγους του Φαίδρου και του Παυσανία, που είναι γνωστοί μόνο από τους διάλογους του Πλάτωνα, ακολουθεί ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο γνωστός κωμικός ποιητής Αριστοφάνης, ο Αγάθων και στο τέλος ο Σωκράτης, του οποίου ο λόγος αποτελεί την κορύφωση της συζήτησης. Σύμφωνα ωστόσο με τα λεγόμενα του Σωκράτη, οι απόψεις που θα εκθέσει αποτελούν αναπαραγωγή των όσων του είχε αναπτύξει η Διοτίμα, η ιέρεια από τη Μαντίνεια, όταν ο Σωκράτης είχε ισχυρισθεί ότι ο Έρωτας είναι μεγάλος και ωραίος θεός. Στο παρακάτω απόσπασμα από τη συζήτηση μεταξύ Σωκράτη και Διοτίμας, η Διοτίμα, αφού έχει αποδείξει στον Σωκράτη ότι ο Έρως δεν είναι θεός, εκθέτει τη δική της άποψη. Την αφορμή δίνει η ερώτηση του Σωκράτη για τη φύση του Έρωτα.



[202] (d) «Μα τι τέλος πάντων», είπα, «θα μπορούσε να είναι ο Έρωτας; Μήπως θνητός;»
«Σε καμιά περίπτωση.»
«Τότε τί;»
«Όπως και στα παραδείγματα που αναφέραμε προηγουμένως, κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου.»
«Δηλαδή, Διοτίμα, τι;»
«Δαίμων μέγας, Σωκράτη.1 Αφού βέβαια καθετί δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού.»
«Και ποια είναι», είπα εγώ, «η ιδιαίτερη ικανότητά του;»
«Να διερμηνεύει και να μεταφέρει στους θεούς όσα προέρχονται από τους ανθρώπους, και στους ανθρώπους όσα προέρχονται από τους θεούς: τις δεήσεις και τις θυσίες των μεν, τις εντολές και τις ανταποδόσεις των δε. Και καθώς βρίσκεται στη μέση μεταξύ των δύο συμπληρώνει το κενό, ώστε το σύμπαν να αποτελεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μέσω αυτής της δαιμονικής ικανότητας λειτουργεί τόσο ολόκληρη η μαντική όσο και η τέχνη των ιερέων που σχετίζεται με θυσίες, τελετουργίες, εξορκισμούς και γενικά με κάθε είδους μαγεία και μαγγανεία.2 [203] Ο θεός δεν έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο. Με τη μεσολάβηση αυτού του δαίμονα υπάρχει οποιαδήποτε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και ενόσω είναι ξάγρυπνοι και όταν κοιμούνται. Όποιος είναι γνώστης αυτών των πραγμάτων είναι άνδρας δαιμόνιος,3 όποιος γνωρίζει μόνον άλλα πράγματα, είτε πρόκειται για το χώρο της επιστήμης είτε των χειρωνακτικών εργασιών, αυτός είναι χυδαίος. Τέτοιοι, λοιπόν, δαίμονες υπάρχουν πολλοί και πολλών ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρωτας.»
«Ποιος είναι ο πατέρας του», ρώτησα τότε εγώ, «και ποια η μητέρα του;»
(b) «Αυτό», απάντησε, «απαιτεί περισσότερο χρόνο για να στο διηγηθώ. Θα στο πω όμως.
»Όταν ήρθε στον κόσμο η Αφροδίτη, είχαν τραπέζι οι θεοί, με τους άλλους μαζί και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας.4 Σαν απόφαγαν, ήρθε, όπως θα περίμενε δα κανείς σε μεγάλο φαγοπότι, η Πενία για να ζητιανέψει, και στεκόταν εκεί κοντά στην πόρτα. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ -κρασί δεν υπήρχε ακόμη- βγήκε έξω στον κήπο του Δία5 και, καθώς είχε βαρύνει, έπεσε και κοιμήθηκε. Η Πενία εκείνη την ώρα, οδηγημένη από την ανέχειά της, συνέλαβε το σχέδιο να αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. (c) Πλαγιάζει λοιπόν δίπλα του και έτσι συνέλαβε τον Έρωτα. Γι᾽ αυτόν προφανώς τον λόγο έγινε συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης ο Έρως, επειδή συνελήφθη την ημέρα της γέννησής της και επειδή συγχρόνως είναι μέσα του έμφυτος ο έρωτας προς το ωραίο. Και η Αφροδίτη είναι ωραία.
»Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως βρίσκεται στην εξής κατάσταση: Πρώτον είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως νομίζει ο πολύς κόσμος. (d) Αντιθέτως, είναι τραχύς, ρυπαρός, ξυπόλυτος, άστεγος· πλαγιάζει πάντα χάμω, χωρίς στρώμα, κοιμάται κάτω από τον ανοιχτό ουρανό σε σκαλοπάτια και στις άκρες του δρόμου· μοιράζεται τη φύση της μάνας του και έχει για συγκάτοικο πάντα τη στέρηση. Σύμφωνα πάλι με τη φύση του πατέρα του επιβουλεύεται τα ωραία και τα εκλεκτά, είναι γενναίος, ριψοκίνδυνος, ορμητικός, κυνηγός τρομερός, που σκαρφίζεται συνεχώς τεχνάσματα, συγχρόνως όμως προικισμένος με πόθο για τη γνώση της αλήθειας αλλά και επινοητικότητα, διαρκώς σε όλη του τη ζωή αγαπά τη σοφία, δεινός σαγηνευτής, μάγος, σοφιστής. (e) Και δεν είναι η φύση του όμοια με αθάνατου ούτε όμως πάλι με θνητού. Άλλοτε μέσα στην ίδια μέρα ανθεί και ζει, όταν βρει τα μέσα, άλλοτε πεθαίνει, μα ξαναζωντανεύει πάλι χάρη στη φύση του πατέρα του. Ό,τι αποκτά κάθε φορά τρέχει σιγά σιγά και χάνεται. Δεν είναι λοιπόν ο Έρωτας ποτέ ούτε τελείως φτωχός σε μέσα ούτε πλούσιος. Και μεταξύ σοφίας και ανοησίας βρίσκεται πάλι στη μέση. Τα πράγματα έχουν δηλαδή ως εξής: κανείς θεός δεν αγαπά τη σοφία, ούτε ποθεί να γίνει σοφός -γιατί είναι. [204] Ούτε και κάποιος άλλος αν είναι σοφός, αγαπά τη σοφία. Όμως, από την άλλη, ούτε και όσοι είναι ανόητοι έχουν τον πόθο να γίνουν σοφοί. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ανυπόφορο στην ανοησία, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος, αξιοσέβαστος και γνωστικός, μένει ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Όποιος λοιπόν δεν θεωρεί πως κάτι του λείπει, εκείνος και δεν επιθυμεί αυτό που δεν φαντάζεται ότι του λείπει.»
«Ποιοι είναι λοιπόν, Διοτίμα, εκείνοι που φιλοσοφούν, αν δεν είναι ούτε οι σοφοί ούτε οι ανόητοι;»
(b) «Αυτό πια», είπε, «είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί: όσοι βρίσκονται μεταξύ των δύο. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως. Διότι η σοφία είναι προφανώς από τα ωραιότερα πράγματα, και ο Έρως είναι έρωτας προς το ωραίο. Συνεπώς ο Έρως είναι κατ᾽ ανά­γκην φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος είναι κάτι μεταξύ σοφού και ανοήτου. Αιτία και γι᾽ αυτό είναι η καταγωγή του. Ο πατέρας του ήταν σοφός και επινοητικός, η μητέρα του όμως ούτε σοφή ούτε επινοητική.»
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)




Πηγή: